- διαφανοσκόπιο
- τοόργανο με φως στο άκρο του, με το οποίο οι γιατροί εξετάζουν τα μάτια, τη μύτη και άλλα σημεία του σώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαφανοσκόπιο — το όργανο με μικρή λάμπα για την εξέταση τού ματιού ή κοιλοτήτων τού ανθρώπινου σώματος … Dictionary of Greek
-σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με … Dictionary of Greek
διαφανοσκοπία — και διαφανοσκόπηση, η η εξέταση διαφόρων κοιλοτήτων τού ανθρώπινου σώματος με διαφανοσκόπιο … Dictionary of Greek